βλησίδι

βλησίδι
το обл
1) драгоценный свадебный подарок невесте; 2) найденное сокровище, клад; 3) богатый урожай; изобилие, богатство; 4) выгода; доход; процент;

τό λάδι πού υστερήθηκε το 'βαλε σε βλησίδι — оставшееся масло он выгодно продал;

5) дар церкви (от кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βλησίδι" в других словарях:

  • βλησίδι — το 1. δώρο που προσφέρεται στη νύφη κατά το γάμο: Το βλησίδι της πεθεράς της ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. 2. κρυμμένος θησαυρός που ανακαλύπτεται, πλούτος, αφθονία: Έκαμε βλησίδι λάδι φέτος. 3. το τάμα: Βλησίδια σκέπαζαν το εικόνισμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλησίδι — και βλυσίδι, το 1. θησαυρός που βρέθηκε χωμένος 2. αφθονία αγαθών, πλούτος 3. χρυσό νόμισμα, κόσμημα ή πολύτιμο αφιέρωμα 4. χρηματικό κεφάλαιο που μπαίνει σε επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλησίδι < μσν. βλησίδιον, υποκορ. του βλήσις («αφιέρωμα») <… …   Dictionary of Greek

  • βλυσίδι — το βλ. βλησίδι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»